- μασονικός
- -ή, -ό [μασόνος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μασόνους ή στη μασονία, ελευθεροτεκτονικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μασονία: Μασονική στοά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεκτονικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τέκτονες, οικοδόμους, ξυλουργούς: Τεκτονικά εργαλεία. 2. αυτός που αναφέρεται στον κλάδο της γεωλογίας «τεκτονική» (βλ. λ.): Τεκτονικός σεισμός. 3. αυτός που αναφέρεται στον τεκτονισμό, στους μασόνους, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)